Μακεδνά

Μακεδνά
Μακεδνός
tall
neut nom/voc/acc pl
Μακεδνά̱ , Μακεδνός
tall
fem nom/voc/acc dual
Μακεδνά̱ , Μακεδνός
tall
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακεδνά — μακεδνός tall neut nom/voc/acc pl μακεδνά̱ , μακεδνός tall fem nom/voc/acc dual μακεδνά̱ , μακεδνός tall fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδνάς — Μακεδνά̱ς , Μακεδνός tall fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακεδνάς — μακεδνά̱ς , μακεδνός tall fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • μακεδνός — μακεδνός, ή, όν (Α) 1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.) 2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ εδνός ανάγεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”